Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Συνέντευξη από τους Μπαξέδες…

Αγαπητοί αναγνώστες, έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε το Στρατηγό Μακρυγιάννη! Πρόλογοι και εισαγωγές θεωρούνται περιττά. Θα μιλήσουμε λίγο με τον Στρατηγό, ζητώντας τη γνώμη του για πλήθος πραγμάτων, σεβόμενοι πάντοτε τον πολύτιμό του χρόνο. Εξάλλου δεν είναι και εύκολο να συνομιλείς συχνά με κάποιον σαν το Μακρυγιάννη!! Ξεκινώ ευθύς…

Στρατηγέ μου, καλώς ορίσατε! Στέκω προσοχή! Γνωρίζουμε όλοι την πολυτιμότητα του χρόνου σας και δε θα την καταχραστούμε. Ελπίζω να μην έχετε πρόβλημα να αφήσουμε τους τύπους, να καθαιρέσουμε τον πληθυντικό της ευγενείας και να σας αποκαλώ «Μπάρμπα-Γιάννη»; Νομίζω πως αυτή θα ήταν και η συναίσθηση όλων των Ελλήνων να πράξουν, εάν βρίσκονταν στην ευτυχή θέση που βρίσκομαι εγώ τούτη την ώρα, να σας έχω απέναντί μου.

Περικαλώ.

Ωραία! Καταρχάς θα ήθελα να μου πεις Μπάρμπα-Γιάννη λίγα για εσένα, πώς δηλαδή πήρες την απόφαση να γράψεις απομνημονεύματά;

Ήξερα ολίγον γράψιμον, ότι δεν είχα πάγη εις δάσκαλο (μην έχοντας τους τρόπους) περικαλούσα τον έναν φίλον και τον άλλον και μ’ έμαθαν κάτι περισσότερον εδώ εις Άργος, οπού κάθομαι άνεργος. Αφού λοιπόν καταγίνηκα ένα δυο μήνες να μάθω ετούτα τα γράμματα οπού βλέπετε, εφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου, όσα έπραξα εις την μικρή μου ηλικία και όσα εις την κοινωνία, όταν ήρθα σε ηλικία, και όσα δια την πατρίδα μου, οπού μπήκα εις της Εταιρίας το μυστήριον δια τον αγώνα της λευτεριάς μας και όσα είδα και ξέρω οπού ’γιναν εις τον Αγώνα, και σε όσα κατά δύναμη συμμέθεξα κ’ εγώ κ’ έκαμα το χρέος μου, εκείνο οπού μπορούσα.

Μπάρμπα-Γιάννη, δεκτή η απάντησή σου, αλλά θα θέλαμε όλοι εμείς να μας πεις δια βοής, τι ήταν αυτό που εις βάθος σε ώθησε, σε παρακίνησε να το κάνεις; Ο κόσμος θέλει να ξέρει αν υπήρξε κάποια αφορμή!

Όσα έπαθε η πατρίς δια τους «νόμους» και το καλό αυτεινών που κυβερνούν και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Tούρκων. Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα τα σπήλαια και ζούνε με τα θερία και ρημώσαμε τους τόπους και εγίναμε η παραλυσία του κόσμου. Όλα αυτά μου δώσαν αφορμή να μάθω γράμματα εις τα γεράματα, να τα σημειώσω όλα. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ας γράψη άλλος δια ’μένα ό,τι γνωρίζη. Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή. Ότι έχω το μερίδιό μου, ’σ αυτείνη την πατρίδα θα ζήσω εγώ και τα παιδιά μου. Ότ’ ήμουν νέος και στραβογέρασα από αυτά τα δεινά της πατρίδας, πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου εις διάφορους αγώνες πατρίδος και αποκαταστάθηκα μισός άνθρωπος και τον περισσότερον καιρό είμαι εις τα ρούχα αστενής από αυτά.

Ξέρεις, συγχώρεσε μας για την επιμονή, αλλά οι γονείς που τις νύχτες της Κυριακής διαβάζουν της ιστορίες και τα κατορθώματά σου στα παιδιά τους, ήθελαν να ξέρουν. Αλήθεια Μπάρμπα-Γιάννη, τι έχεις να πεις για το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα; Πώς βλέπεις τα πράγματα;

Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το ’χουν σε δόξα, το ’χουν σε τιμή, το ’χουν σε ικανότητο να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Αυτά δεν τα λέγω εγώ μοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι ‘φημερίδες. Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.

Θα ήθελες να πεις κάτι στους πολιτικούς που μας κυβερνούν, κοιτώντας τους κατάματα;

Δείξατε τι πατριωτισμόν και τι εθνικά φρονήματα είχατε κ’ εσείς και οι σύντροφοί σας, οι ρήτορες σας οι φιλελεύτεροι, οι φόρτζα Σεπτεμβριανοί και Συνταματικοί, οπού άφριζαν εις το βήμα κ’ ενθουσίαζαν γενικώς τους Έλληνες - με λόγια παχιά και μ’ αγέρα. Τώρα αυτείνοι οι ρήτορες, οι φιλελεύτεροι, είναι όλοι σήμερον βουλευταί μ’ έλεος της «Αυλής» και των υπουργών. Τι κάνουν σήμερα αυτείνοι; Ότι κάμετε και σεις οι αρχηγοί τους. Ήσασταν πρώτα φιλελεύτεροι; Προσκυνήσετε, αρνηθήκετε όλα όσα κάμετε· όλα όσα είπετε σας βάλαν και τα γλύψετε σα να μην τα είπετε, και τότε κάμαν έλεος και σας βγάλαν βουλευτάς· και λάβετε την διαταγή και οδηγίες και πάτε πρέσβες οι Εκλαμπρότητές σας. Και οι ρήτορές σας ρητορεύουν εις το βήμα κι ότι νομοσχέδια δίνουν οι υπουργοί, «σοί Κύριε». Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι οι οπαδοί σας. Φανήκατε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν· κι είστε ότι είστε. Ήσασταν ότι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι τον Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν το τίτλο του «Γκαρανσινιόρη». Όσο έγλεπαν το τζαμί εις την Βγιέννα σκιάζονταν κι έτρεμαν να μη πάγη και παραμέσα και φκειάση κι άλλα τζαμιά. Κι από αυτόν τον φόβο κάποτε του πλέρωναν και φόρο. Κι όταν βγήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίση τζαμιά, ότι θα πέφτουν κι αυτά οπού έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και δι’ αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξη μ’ έργα, ας είστε καλά εσείς οπού δεν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους οπού είμαστε.

Κάτι για τον κόσμο σε σχέση με την κατάσταση αυτή;

Το λοιπόν, εάν θέλουμε το λίγο να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν τον Θεόν, ν’ αγαπάμε την Πατρίδα. Να ‘χωμεν αρετήν. Τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα και ηθική. Ούλοι οι πατριώτες, οπού θα ζήσετε εδώ, να γένετε προσεχτικοί κριταί και να κρίνετε την αλήθεια και το ψέμα. Άλλο τίποτες.

Νομίζεις Στρατηγέ μου, πως η κατάσταση αυτή είναι αναστρέψιμη; Δηλαδή πως μπορεί ο κόσμος να κάνει κάτι γι’ αυτό ή μήπως το σύστημα έτσι όπως έγινε, δεν αφήνει τα πράγματα να γυρίσουν ανάποδα; Μήπως τελικά είναι το καλύτερο να κοιτάει ο καθένας τον εαυτό του; Να μη νοιάζεται αν κάτι χαλάει ή όχι και το μόνο που να κάνει είναι να κοιτάζει τη ζωή του και μόνο;
Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα - ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ» ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθένας «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του να φκειάση ή χαλάση, να λέγη εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε· «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες». Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκεία στους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και νάχουν την επιρροή για ικανότη. Ναι λοιπόν, μπορούμε όλα τα τα φτιάσομε από αρχής. Να τα φτιάσομε, όχι να τα φκιασιδώσομε.

Ποιά η γνώμη σας για το μηχανισμό στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, για την Τρόϊκα, για την καταπάτηση όλων των ηθικών και μη φραγμών ξεπουλώντας τα πάντα «για να σωθεί η χώρα», όπως μας λένε;

Όλα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα των «Κωλέτηδων» και της συντροφιάς τους, φατρίες, οπού άφησαν εντολή να κυβερνιώμαστε με αυτό το σύστημα και με τους τοιούτους συντρόφους τους. Και από αυτό παθαίνομεν και τι θα πάθωμεν ακόμα ο Θεός το γνωρίζει. Και αυτά ήταν δια τους ξένους σκοπούς τους και τις ιδιοτέλειές τους και για να κατακερματίσουνε και την Τρίτη Σεπτεβρίου – οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταμα – και τόχομεν εις το χαρτί και αντίς να μας ωφελήση μας αφανίζει ολοένα, μέσω αυτούνων. Όλοι οι άλλοι, είναι άγιοι ομπρός σε αυτούς και την συντροφιά τους τη σημερνή, μ’ όλον οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα.

Ποια η γνώμη σου για τους πολιτικούς μας που θεωρούν πως είναι οι μόνοι που μπορούν να πραγματευτούν το αύριο της πατρίδας και τι πιστεύεις ότι αξίζει σε αυτούς που δίνουν και τη ζωή τους στον αγώνα της καθημερινότητας; Φοράνε παντελόνια οι πολιτικοί σήμερα, οι οποίοι βγάζουν στο σφυρί την εθνική μας ανεξαρτησία;

Σκότωμα τον Καραϊσκάκη, ότι δεν είναι κόλακας του Μαυροκορδάτου, δεν είναι ποταπός καθώς εκείνοι οπού τον κολακεύουν. Η γυναίκα με τα μουστάκια, ο Κωσταμπότζαρης, ο Στάικος και οι άλλοι του όμοιοι, οπού τον θυμιατίζουν και τους θυμιατίζει, τον λένε «Εκλαμπρότατον» και τους λέγει «γενναιότατους», πού αγωνίστηκαν αυτείνοι, οι φίλοι σου οι Γενναιότατοι; Εσύ, Εκλαμπρότατε, από τον καιρόν οπού κόπιασες όλο νέα πράματα ήφερες εις την πατρίδα, διαίρεσιν αναμεταξύ μας δεν είχαμε, φατρίαν μας ήφερες, νέον φρούτο ’σ εμάς τους Έλληνες, παραλυσίαν κι’ αφανισμόν. Αν ’πιτύχαινες να σκοτώσης τον Καραϊσκάκη, πού θα τον βρίσκαμε όταν η Ρούμελη γιόμωσε Τουρκιά και προσκύνησαν όλοι από την καλή σας κυβέρνησιν κι’ αρετή, οπού δείξετε εις την πατρίδα όλοι εσείς οι πολιτικοί; Αυτός ο Tούρκος, ο Καραϊσκάκης, σύναξε όλους τους οπλαρχηγούς και πήγε μαζί μ’ αυτούς με τα ίδια τους έξοδα και θυσίες, κ’ έχοντας όλη την αγάπη ’σ αυτόν, πήγαν και ξαναλευτέρωσαν την πατρίδα και εις την Αράχωβα και Δίστομον στήσαν πύργους με κεφάλια των Tούρκων. Πώς δεν πάγαινες κ’ εσύ, Εκλαμπρότατε, πώς δεν πάγαινε ο άλλος Εκλαμπρότατος, ο «τζίτζιλε φίτζιλε» συναδελφό σου Κωλέτης; Πώς δεν πάγαινε ο Εκλαμπρότατος Μεταξάς, ο Κόντε Λάλας οπού μάτωσε το χέρι του εις το Λάλα και θέλει όλη την Ελλάδα να πάρη υποστατικόν, να ξαγοραστή το πολυτίμητό του αίμα οπού ’χυσε εις το Λάλα; Βέβαια αυτός θυσιάστη, ο Κόντε Λάλας, ο Εκλαμπρότατος. Και συνφωνείτε όλοι εσείς να σκοτώσετε τους οπλαρχηγούς και σημαντικούς στρατιωτικούς, οπού θυσιάστηκαν δια την πατρίδα και το ’βρετε σεις χαζίρι. Ο Γιαννούλη Νάκος, Κόντε Λάλα, τι σπίτι ήταν; Σημαντικόν, με τόση κατάστασιν κι’ όλα του τ’ αγαθά και τζιφτιλίκια. Κ’ έμεινε δυστυχής δια την πατρίδα. Κι’ ως γείτονας εσύ, Κόντε Λάλα, και ως σημαντικός, σ’ έκαμε κουμπάρον και του βάφτισες τόσα παιδιά. Και του διατίμησες την φαμελιά του, όσο οπού τον πέθανες κι’ αυτόν, τον τίμιον άνθρωπον, το σημαντικόν σπίτι της Ρούμελης.

Εμείς, οι Έλληνες, Στρατηγέ μου, υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να θυμόμαστε και να ακολουθούμε το παράδειγμα τους, για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τη ζωή τους; Παραδείγματα να παίρνουμε το φως τους;

Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Tούρκων, κ’ εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ’ εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, κ’ εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, οπού πολεμήθηκαν συνχρόνως σε αυτές τις δυο θέσες, οπού ’ναι τα κλειδιά σου, ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου και τ’ άλλο των Θερμοπύλων. Κι’ αφού πήγανε κι’ από τα δυο μέρη ν’ ανοίξουνε δρόμο οι Tούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι τόσοι ολίγοι, (ογδοήντα ένας εις την Λαγκάδα) γιόμωσαν τον τόπον κόκκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν εκείνοι οι ολίγοι ’σ τ’ άλλο το μέρος των Θερμοπύλων κι’ αλλού. Αυτείνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, αυτείνοι ψύχωσαν εκείνους οπού πολιορκούσαν τους ντόπιους Tούρκους και φρουρές. Και νηστικούς κι’ αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτείνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» Έχουνε δίκαιον, ότι ο Ζαΐμης χρώσταγε των Tούρκων ένα μιλιούνι γρόσια, και οι Ντεληγιανναίγοι και οι Λονταίγοι και οι άλλοι, κι’ ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας, χωρίς παρά, κι’ ο Κωλέτης ένας γιατρός, ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωσταντινοπόλεως. Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Tούρκους κι’ από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Tούρκων, κ’ έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. Γύμνωσαν και τους Tούρκους, παίρνοντας το βιον τους, και το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν – γιομόζουν αυτείνοι αγαθά. Και οι Κολοκοτρωναίγοι οι φίλοι τους τα καλύτερα υποστατικά και πλούτη της πατρίδος. Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίοι, τους κατατρέχει ο Κυβερνήτης μας κι’ ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος, καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούνε πολλούς, οπού ’παιζαν το μπιλλιάρδο μέσα τους καφφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών.

Στρατηγέ μου, Μπάρμπα-Γιάννη, Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο. Ήταν τιμή μου να συνομιλήσουμε έστω και για λίγο. Για το τέλος, θα ήθελα ένα προσωπικό σχόλιο για τους άνθρώπους που σε συντρόφευσαν κ ακόμα σε συντροφεύουν στη ζωή. Ξέρεις Μπαρμπα-Γιάννη, μαζί με όλα τα άλλα χάνουμε σιγά σιγά και την Αγάπη.

Τους δικούς μου, ίσως μου τους έστειλες εσύ, Λεωνίδα, ότι μείναν όταν σκοτώθης· ότι οι γενναίοι αυτοί καθαροί απογόνοι σου – κ’ εσύ και οι συντρόφοι σου υπέρ της πατρίδος σας σκοτωθήκετε και της θρησκείας σας – κ’ εμείς ’σ αυτό ετοιμαζόμαστε. Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους.

Υπάρχει κάτι Στρατηγέ, που θα θελες να πεις σε όλους τους Έλληνες, να μείνει ριζωμένο στ’ αυτιά τους στους δύσκολους αυτούς καιρούς;

Όλοι θέλουν να χαθούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου